βλογιά — η 1. η ευλογία 2. (ευφημισμός) η λοιμώδης, εξανθηματική νόσος ευλογιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ευλογία «καλλιλογία, έπαινος, ευλογία». Η σημασία (2) οφείλεται σε ευφημισμό] … Dictionary of Greek
ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… … Dictionary of Greek
βλογιοκομμένος — η, ο αυτός που έχει στο πρόσωπο τις χαρακτηριστικές ουλές που αφήνει η νόσος ευλογιά (βλογιά) … Dictionary of Greek
ευλογιάζω — και βλογιάζω και ευλογιώ, άω [ευλογία] έχω προσβληθεί, πάσχω από τη νόσο ευλογία (κν. ευλογιά, βλογιά) … Dictionary of Greek
ανεμοβλογιά — η λοιμώδης αρρώστια πολύ μεταδοτική, συγγενική με τη βλογιά, αλλά ελαφρότερης μορφής: Το παιδί δεν την έβγαλε ακόμη την ανεμοβλογιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευλογία — η 1. η πράξη του ευλογώ, καλός λόγος, έπαινος. 2. ευχή για την ευτυχία κάποιου. 3. μτφ., πλούτος, αφθονία αγαθών: Ευλογία Θεού. 4. αντίδωρο που δίνει στους πιστούς ο παπάς. 5. (ιατρ.), εξανθηματική αρρώστια, αλλ. ευλογιά, βλογιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)